Ένα φθινόπωρο του '81
Η ιστορία αυτή είναι παιδί της ζωηρής φαντασίας μου. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι τελείως ΤΥΧΑΙΑ. Μην αρχίσετε να με πρήζετε πάλι με το τι είναι αυτά που γράφω… Αυτά που μου έρχονται στο μυαλό, δεν έχουν καμία σχέση με πραγματικές καταστάσεις…..
Ένα φθινόπωρο του 81, ήρθε στο χωριό ένα πατριωτάκι που έλειπε χρόνια στο εξωτερικό. Μορφονιός, μιλούσε όμορφα, είχε και πτυχία, άρχισε να πηγαίνει στον καφενέ και να μιλάει με τις ώρες με τους παιδικούς του φίλους.
Άρχισε να τους λέει πράματα που πολύ ήθελαν να ακούσουν.
Πως από την γης που σπέρνανε και θερίζανε, μπορούσανε λέει να βγάλουν πολλά περισσότερα από τα φγραγκοδίφραγκα που βγάζαν μέχρι τα τώρα, άμα τηνε δηλώνανε λέει στα ευρωπαϊκά κιτάπια και παίρνανε λέει τις «επιδοτήσεις» για σπορές που θα τους λέγανε οι φίλοι του που «ξέρανε από αυτά» τι να σπείρουνε. Κάτι για αβοκάντους και χαρούπια τους λέγανε πως η επιδότησης λέει είναι μεγαλύτερη πολύ από το πόσο πάει το κιλό το χαρούπι που έτσι και αλλιώς μόνο τα γουρούνια το τρώνε και αυτά με το ζόρι.
Πως δε χρειαζότανε λέει να φτιάξεις στα αλήθεια καινούριο χοιροστάσιο. Είχε αυτός κάτι καρντάσια που «ξέρανε από αυτά» και μπορούσες να ξεκινήσεις λέει να το φτιάνεις, και μόλις έφτανες στα μπετά και έφερνες και πέντε-δέκα γουρούνια για καμιά βδομάδα από το διπλανό χωριό να τα δούνε οι ελεγκτάδες, θα σου δίνανε λέει την επιδότηση, που ήτανε πιο μεγάλη από όσα θα έβγαζες από τα γουρούνια σε δεκαπέντε χρόνια. Και μετά παρατούσες και το χοιροστάσιο να ρημάξει μισοτελειωμένο.
Τους έλεγε πως η Ευρώπη έχει παράδες με ουρά. Και πως μας τους έχουνε φάει τόσα χρόνια και μας τους χρωστάνε και πρέπει να τους πάρουμε πίσω. Πως πρέπει λέει να πληρωνόμαστε πολύ παραπάνω από όσα παίρνουμε τώρα, γιατί λέει κουραζόμαστε πολύ και πολύ δουλεία βγάζουμε. Και πως οι μισθοί ειδικά των δημόσιων υπάλληλων είναι πολύ χαμηλοί και πρέπει να ανεβούνε. Και πως πρέπει κάθε φορά που ανεβαίνει ο πληθωρισμός, να ανεβαίνει αυτόματα και ο μισθός ολονώνε στο δημόσιο για να μπορούνε να ψουνίζουνε όλα αυτά τα ωραία καλούδια που φτιάνουνε οι κουτόφραγκοι και μας στέλνουνε για πούλημα.
Και το κυριότερο, το βράδυ τους έπαιρνε όλους μαζί -με τις κουρσάρες που αγόρασαν όλοι οι χωριανοί με τις επιδοτήσεις που τους δίνανε για να αλλάξουνε σπορά και παραγωγή και δεν είχανε που να τις παρκάρουνε και τις παρκάρανε μέσα στο στάβλο με την κουτσάβλα τη γελάδα και δεν είχανε που να τις τρέξουνε αφού το άτιμο το κράτος δεν έφτιανε το ρημαδοδρόμο- και πηγαίνανε στο κεφαλοχώρι, όπου ένας άλλος καρντάσης του, είχε ανοίξει νυχτερινό κέντρο πολυτελείας, με μπουζούκια και τα σχετικά.
Και μπαίνανε μέσα στη μαγαζάρα και ερχότανε το καρντάσι και τους χαιρετούσε προσωπικά δια χειραψίας και τους πήγαινε πρώτο τραπέζι-πίστα. Και ερχότανε κάτι μπουκάλια ουίσκια 12αρια και 15αρια τα λέγανε, αναλόγως τα χρόνια που μένανε στα βαρέλια. Και ερχότανε και πιατέλες με ξηροκάρπια, και φρούτα και άλλα τέτοια γούστα. Ερχότανε η τραγουδιάρα μόλις τους έβλεπε και τραγουδούσε μαζί τους άσματα λαϊκά, γνωστά σε όλους από μικρά παιδιά τα ακούγανε στα ράδια και στα πικάπ. Ερχότανε οι λουλουδούδες και έπαιρνε ο δικός τους, το πατριωτάκι ντε, τους δίσκους με τα λουλούδια και τους αλλακάπιζε στην τραγουδιάρα που τραγουδούσε τον σεβντά του. Και μάθανε και οι χωριανοί, πετούσανε τα πεντοχίλιαρα στο δίσκο και πέταγανε και κείνοι δίσκους στις τραγουδιάρες που ξαφνικά έφερνε το μαγαζί την μία πίσω από την άλλη. Μόνο που οι τραγουδιάρες αυτές, ούτε τραγουδούσανε, ούτε ελληνικά μιλούσανε. Αλλά ποιος νοιαζότανε για λεπτομέρειες;
Αφού να σκεφτείς, μόλις τα τελειώσανε τα πρώτα λεφτά των επιδοτήσεων ήρθανε καναδυό καινούριες τράπεζες στο χωριό, ιδιωτικές! Και δεν ήτανε αυτές σα και κείνες τις κρατικές που έπρεπε να είσαι «δικός μας» για να σου δώκουνε λεφτά. Αυτές δίνανε σε όλους, αρκεί να είχες χωράφια και ζώα και καμία αποθήκη ή κανένα μαγαζί που απλά ταμπέλα να είχε και μεγάλο όνομα, «ΑΠΟΘΗΚΑΙ ΒΑΜΒΑΚΟΣ». Τσουπ, οι δεσμίδες πέφτανε μπροστά στον ιδιοκτήτη των «ΑΠΟΘΗΚΑΙ ΒΑΜΒΑΚΟΣ» και ερχότανε και ο σύμβουλος επενδύσεων και του έλεγε του ιδιοκτήτη ότι πρέπει λέει να κόψει μετοχές για το μαγαζί -ότι μαγαζί γωνία είναι- και να το βάλει στο χρηματιστήριο λέει, για να αντλήσει κεφάλαια. Και ο σύμβουλος δεν θέλει πληρωμή, θα πάρει λέει το μερίδιο σε μετοχές.
Και δώστου το πρωί κάνανε δουλειές τέτοιες οι χωριανοί, βάζανε στο χρηματιστήριο το μαγαζί, μετοχές αγοράζανε, στο κεφαλοχώρι κατεβαίνανε για την επιδότηση, το δάνειο, τα χαρτιά από το υπουργείο. Είχανε επίσης να δούνε τον πολιτευτή, να δούνε τον έφορα που ήθελε και εκείνος να βοηθήσει, να προκόψει ο τόπος, τον νομάρχη που ήθελε μία χάρη, τον δήμαρχο για εκείνο το ρημάδιασμένο το δρόμο που δεν τονε φτιάνει γιατί λέει, λεφτά δεν έχει. Και τα σκουπίδια αυτά επιτέλους ποιος θα τα μάσει; Σκεφτότανε την ώρα που πετούσε το κουτί από τα πούρα Αβάνας προς στις ανοιχτές μαύρες σακούλες που τις ξεσκίζανε τα σκυλιά μέρα μεσημέρι.
Που να βρει χρόνο να σπείρει, να θερίσει, να οργώσει το χωράφι; Δεν είχε καιρό για τέτοια. Είχε δουλειές σοβαρές. Άσε που η μικρή η τραγουδιάρα –που δεν την είχε δει να τραγουδάει ποτέ εδώ που τα λέμε- ήθελε κάθε βράδυ να πηγαίνει στο μαγαζί της, να τονε βλέπει λέει στο πρώτο τραπέζι μη της τονε φάει καμία άλλη, ήτανε και ζηλιάρικο το μωρό. Και φυσικά έπρεπε κάθε βράδυ να ανοίγει και τις πιο πολλές σαμπάνιες για το μωρό, και να της πετάει τα πιο πολλά λουλούδια και να μένει στο μαγαζί μέχρι πρωίας για να πάνε μετά για πατσά με τους κολλητούς να μιλήσουνε για μπίζνες.
Το πατριωτάκι έφυγε, κατέβηκε στην Αθήνα, αλλά ποιος τονε χρειαζότανε πια; Τώρα τα είχανε μάθει τα κόλπα, η μηχανή δούλευε μία χαρά χωρίς αυτόνα. Ας είναι καλά ο άνθρωπος που τους άνοιξε τα μάτια. Τόσα χρόνια στον έρμο τόπο, πρώτη φορά φάγανε ψωμί ξεκούραστο. Οι πατεράδες τους ακόμα τους λέγανε ιστορίες για την ξενιτιά, τη φάμπρικα, τον εμφύλιο, τους σκοτωμούς, τη πείνα, το κράτος που μονίμως τους είχε στην απόξω. Και σήμερα αυτοί είχανε τους Αλβανούς να δουλεύουνε στα χωράφια και αυτοί, κοίταξε τους, μέσα στα γούστα και στις ομορφιές.
Μαζί με το πατριωτάκι κατέβηκαν στην Αθήνα και τα μεγάλα κεφάλια του χωριού. Οι πιο καπάτσοι και όλοι του οι κολλητοί. Αυτοί εκεί κάτω στην πρωτεύουσα τα παγαίνανε ακόμα καλύτερα. Τα λεφτά εκεί τα πηγαινοφέρνανε λέει στα κουτιά από τα πάμπερς. Πολύ χρήμα, χλιδή, εξουσία, με μία λέξη, Άρχοντες. Ερχόντουσαν πότε-πότε στο χωριό, κάθε φορά με καινούρια κουρσάρα και δύο τρία δίμετρα μωρά μέσα και τους κορόιδευαν για τον δρόμο που ήταν ακόμα χωματόδρομος. Κάθε φορά που ερχόντουσαν τους έλεγαν και ένα καινούριο κόλπο, μία καινούρια μπίζνα για το πώς να κρατήσουνε τα μπουζούκια ανοιχτά και την τραγουδιάρα ευχαριστημένη.
Και μία μέρα έτσι μέσα στα καλά καθούμενα, ο κόσμος τους γκρεμίστηκε. Το χρηματιστήριο λέει κατέρρευσε και οι μετοχές που είχαν στην τράπεζα υποθηκευμένες δεν άξιζαν πλέον ούτε δύο δεκάρες. Και η τράπεζα άρχισε να ζητάει τα λεφτά της. Μα της έλεγε ο απελπισμένος με το βλέμμα της κουτσάβλας της αγελάδας χωριανός, αφού όταν μου τα δίνατε μου είπατε ότι οι μετοχές μου αξίζουν πολλαπλάσια; Ναι αλλά τώρα το χρηματιστήριο έπεσε κύριε, και οι μετοχές δεν καλύπτουν το δάνειο. ΠΡΕΠΕΙ να πληρώσετε..
Και ο μπουζουκτζής, εκείνος ντε που τους χαιρετούσε δια χειραψίας κάθε βράδυ, έρχεται κάθε βράδυ και χτυπάει την πόρτα και ζητάει τα λεφτά του. Η τραγουδιάρα έφυγε, μαζί με όλες τις υπόλοιπες χωρίς να πει ούτε γεια. Τη μερτσέντες που της είχε κάνει δώρο -με φιόγκο παρακαλώ- την είδε σε μία μάντρα για πούλημα. Τα αμάξια -είχε πάρει και στην κυρά και στο γιό του από ένα- ήρθαν και τα πήραν οι δοσάδες. Και έτσι έμεινε η κουτσάβλα η γελάδα πάλι μόνη της στον στάβλο, πολύ θα το χάρηκε που της άδειασαν την γωνιά.
Και οι τράπεζες, στέλνουνε κάτι φιρμάνια, για κάτι εκατομμύρια -σε ευρά, όχι σε ψωροδραχμές- λένε πως χρωστάει ο κάθε χωριανός. Και που να τα βρούνε αυτά τα εκατομμύρια; Διώξανε τους Αλβανούς και προσπαθούνε να σπείρουνε το χωράφι, αλλά ξεμάθανε, δεν θυμούνται. Και δεν είναι αυτό. Όσα και να βγάλει το χωράφι, δεν φτάνουνε ούτε για αστείο να πληρώσουνε όχι τα κεφάλαια, ούτε τους τόκους και τα πανωτόκια από αυτά που χρωστάνε.
Παράτησαν λοιπόν να ασχολούνται με τα χρέητα, και είπανε και στον τραπεζίτη, φράγκο δεν έχω, κάνε ότι θες.
Ξύνει και ο τραπεζίτης το κεφάλι του και κοιτάει αμήχανος τον ουρανό:
Τι να του κάνω τώρα αυτουνού του κερατά; Έφαγε, ήπιε, απαύτωσε, χρόνια τώρα γλεντούσε τα λεφτά που ζητούσε να τα κάνει χοιροστάσια και επενδύσεις. Τι βλαμμένος ήμουνα και γω που του τάδινα χωρίς να ζητάω λογαριασμό. Καλά να πάθω;
Τώρα; Μα τώρα, αυτός ο φτωχοδιάβολος φράγκο δεν έχει, μπατίρης είναι όπως ήτανε και πριν του δώσω τα δάνεια και του φουσκώσω τα μυαλά με τα χρηματιστήρια και τις επενδύσεις. Τώρα τι να κάνω; Άμα του πάρω και την κουτσή γελάδα, δεν θα έχει ούτε γάλα να πιεί και θάρχεται να ζητιανεύει έξω από την πόρτα μου.
Τα λεφτά να μου τα δώσει πίσω, αποκλείεται, πρέπει να δουλεύει δέκα ζωές και πάλι θα μου χρωστάει. Να του κόψω το λοιπόν, καμπόσα από το χρέος; Πόσα να του κόψω; Πόσα να του κόψω;
Τι να κάνω; Τι να κάνω;
-Συνεχίζεται-
Σχόλια