Τι ωραία που περνούσαμε παλιά; χμμμμ
Τώρα τελευταία διαβάζω συχνά σε ηλεμυνήματα που λαμβάνω, διάφορα κείμενα που εκθειάζουν το πόσο καλά περνούσαμε παλιά και πόσο χάλια είναι ο κόσμος σήμερα. Επειδή πολλοί φίλοι και συνομήλικοι μου τα βλέπουν με συμπάθεια και δείχνουν να νοσταλγούν «τας εποχάς εκείνας» αποφάσισα να ασχοληθώ λίγο με ένα από αυτά τα κείμενα που βρήκα εδώ.
Συμπληρωματικά σε αυτά που γράφω παρακάτω, έχω να πω τούτο:
Τα τελευταία 40-50 χρόνια, το μέσο προσδόκιμο ζωής στον προηγμένο κόσμο, έχει ανέβει περίπου 11 χρόνια! Αυτό σημαίνει ότι σήμερα κατά μέσο όρο οι άνθρωποι πεθαίνουν στα 80, ενώ το 1960 πέθαιναν στα 70 τους. (Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα).
Αυτό συνέβη γιατί προφανώς ζούμε καλύτερα, τρεφόμαστε καλύτερα και το κυριότερο η επιστήμη καθημερινά παλεύει και νικάει αρρώστιες που μας θέριζαν ως είδος (π.χ. φυματίωση παλαιότερα).
Αυτή η κατατρεγμένη και κατασυκοφαντημένη επιστήμη για να το κάνει αυτό χρειάζεται ανθρώπους που καθημερινά παλεύουν και προσπαθούν ενάντια στο άγνωστο, στην άγνοια, στον σκοταδισμό, στην δεισιδαιμονία, στις προλήψεις και προκαταλήψεις.
Κυριότερα όμως χρειάζεται νέους ανθρώπους που δεν θα λένε «…τι καλά που περνούσαμε παλιά, τι ωραία που ήταν όλα, και πόσο χάλια είναι σήμερα…».
Με αυτές τις μπούρδες η ανθρωπότητα θα ζούσε ακόμη στην εποχή πριν τον Προμηθέα και την κλοπή της φωτιάς από τους Ολύμπιους, από την εποχή δηλαδή που έχει ξεκινήσει αυτό το θαυμαστό ταξίδι της γνώσης.
Με έντονους χαρακτήρες είναι το αρχικό κείμενο, και αποκάτω ακολουθεί ο δικός μου σχολιασμός:
Δουλεύαμε οκτώ ώρες. Έχουμε χάσει το μέτρημα!!
Δουλεύαμε οχτώ ώρες; Σε ποιο σύμπαν; Ο πατέρας μου δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ! Έκλειναν το μαγαζί δύο τρείς ώρες το μεσημέρι και ξαναπήγαινε το απόγευμα μέχρι τα μαύρα σκοτάδια. Πηγαίναμε σχολείο και το Σάββατο! Οι πατεράδες όλων των φίλων μου ήταν ναυτικοί και θαλασσοπνιγόντουσαν στα πέλαγα! Τους έβλεπε το σπίτι μία φορά κάθε ένα-δύο χρόνια. (Έφερναν και old spice κολώνια όταν επέστρεφαν).
Είχαμε χρόνο να πάμε για καφέ με τους φίλους μας. Τα λέμε μέσω MSN και Skype!!…
Δεν υπήρχαν λεφτά για καφέ για αυτό και δεν υπήρχαν καφετέριες. Υπήρχαν μόνο κάτι μπακάλικα που σερβίριζαν και κανένα ούζο ξεροσφύρι και καμία κούπα κρασί (τέτοιο μπακάλικο βρήκα στην Λήμνο όταν πήγα φαντάρος!)
Τα λέω μέσω MSN και skype με ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου. Ανθρώπους που αλλιώς δεν θα είχα καμία δυνατότητα επικοινωνίας. Ξέρω μία μητέρα που ο γιός της ζει στην Αυστραλία και τον βλέπει κάθε μέρα στο skype…
Είχαμε τις πόρτες των σπιτιών ανοικτές, όπως και τις καρδιές μας. Κλειδαμπαρωνόμαστε, βάζουμε συναγερμούς και έχουμε και 5-6 λυκόσκυλα για να μην αφήσουμε κανέναν να μας πλησιάσει. Είτε είναι καλός, είτε κακός.
Οι καρδιές μας δεν ήταν καθόλου ανοιχτές. Είχαμε τον αστυνόμο, τον ρουφιάνο, την κάθε λογής εξουσία πάνω από το κεφάλι μας. Δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε, να πούμε την γνώμη μας. Άνθρωποι πήγαιναν εξορία και βασανιζόντουσαν στα μπουντρούμια. Για να βρεις δουλειά έπρεπε να είσαι κολλητός και να υπογράψεις δήλωση.
Πίναμε νερό της βρύσης και ήμασταν μια χαρά. Πίνουμε εμφιαλωμένο και…αρρωσταίνουμε.
Όχι μόνο αρρωσταίναμε από το νερό που πίναμε, αλλά δεν ξέραμε από τι αρρωστήσαμε. Πηγαίναμε στον ανύπαρκτο γιατρό, συνήθως ήταν η μαμή εκεί, και μας έδινε ασπιρίνη. Οι έλεγχοι στο νερό, στο φαγητό ήταν απλώς ανύπαρκτοι. Η άγνοια μας, μάς κρατούσε ευτυχισμένους.
Παίζαμε με τους φίλους μας ποδόσφαιρο στις αλάνες Παίζουμε ποδόσφαιρο στο Playstation.
Παίζαμε ποδόσφαιρο στις αλάνες και σπάζαμε τα πόδια και χέρια μας. Κάποιοι έχουν κληρονομήσει από τότε διάφορα κουσούρια. Παίζαμε πόλεμο και ξύλο, αφού άλλα παιχνίδια δεν μας έμαθε ποτέ κανείς. Ήμασταν μικροί αγροίκοι.
Είχαμε 2 τηλεοπτικά κανάλια και πάντα βρίσκαμε κάτι ενδιαφέρον να δούμε Έχουμε 100 κανάλια και δεν μας αρέσει κανένα πρόγραμμα.
Είχαμε δύο τηλεοπτικά κανάλια που απροκάλυπτα λιβάνιζαν το καθεστώς. Κάθε Κυριακή περιμένοντας να δούμε την ελληνική ταινία έπρεπε να υπομείνουμε δύο ώρες δημοτικά τραγούδια. Κινούμενα σχέδια είχε δέκα λεπτά την εβδομάδα. Δεν είχε ποτέ κάτι ενδιαφέρον, εκτός από το Χαβάη 5-0 που ήταν πολύ αργά και όταν καταφέρναμε και το βλέπαμε μετά δεν μπορούσαμε να ξυπνήσουμε το πρωί για το σχολείο.
Κυκλοφορούσαμε με ταπεινά αυτοκίνητα 1000 κυβικών και ήμασταν χαρούμενοι. Κυκλοφορούμε με τζιπ 2000 κυβικών και στεναχωριόμαστε που δεν έχουμε τζιπ… 3000 κυβικών.
Κυκλοφορούσαμε με κάτι σαράβαλα, χωρίς καμία συντήρηση, χωρίς στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας, ανέμελοι στην άγνοια μας. Για αυτό από το 1956 μέχρι σήμερα έχουν χαθεί 150.000 άνθρωποι σε αυτοκινητικά δυστυχήματα. Η Αθήνα είχε τέτοιο νέφος, που έβγαιναν έξω με μάσκες (Ο Έβερτ είχε προτείνει να βάλουν γιγάντιους ανεμιστήρες να το διώχνουν!).
Είχαμε χρόνο για τον εαυτό μας. Δεν έχουμε χρόνο για κανένα…
Όταν η τηλεόραση είχε μόνο δύο κανάλια (εμείς πιάναμε μόνο το ένα!), μέρη να πας δεν υπήρχαν (όπως δεν υπήρχαν και λεφτά), αν δεν είχες κανένα βιβλίο να διαβάσεις, κοιτούσες το ταβάνι και έκανες διαλογισμό. Τι άλλο να έκανες;
Λέγαμε καλημέρα σε ένα περαστικό και τον ρωτούσαμε για την τάδε οδό. Μας τα λέει ο navigator (internet explorel ή firefox).
Στην Αθήνα όταν ρωτούσες για έναν δρόμο, οι μισοί δεν ήξεραν και οι άλλοι μισοί σου απαντούσαν άλλα αντί άλλων. Έπρεπε να ρωτήσεις τουλάχιστον δέκα ανθρώπους για να προσανατολιστείς. Στα χωριά και τις κωμοπόλεις δεν ήξερε κανένας τους δρόμους. Έπρεπε να τους πεις σε ποιόν πας, ήθελες δεν ήθελες, για να σου δώσουν οδηγίες.
Ζούσαμε σε σπίτι 65 τετραγωνικών και…ήμασταν ευτυχισμένοι. Ζούμε σε σπίτια 120 τετραγωνικών και δεν χωράμε μέσα………….
Δεν ήμασταν ευτυχισμένοι, απλώς έτσι μεγαλώσαμε. Ο ένας πάνω στον άλλον, σήκω εσύ να κοιμηθώ εγώ, σε σπίτια παγωμένα, που οι κρεβατοκάμαρες ήταν ψυγεία και δεν έβγαζες ούτε την μύτη έξω από το στρώμα. Αναγκαζόσουν να κάθεσαι στην καρέκλα δίπλα στην σόμπα για να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου. Το μπάνιο, κάθε Τετάρτη-Σάββατο, ήταν μαρτύριο. Διάβαζες στο τραπέζι της κουζίνας και έπρεπε να διακόψεις για να ανοίξει η μάνα σου φύλο για πίτα. Τα βιβλία τα κουβαλούσες σε έναν «φύλακα» ασήκωτο που έπρεπε να μην σέρνεις κάτω για «να μην χαλάσει, γιατί δεν έχουμε λεφτά για άλλον…»
Είχαμε χρόνο να κοιτάξουμε τον ουρανό, να δούμε το χρώμα του, να ακούσουμε το κελάιδισμα των πουλιών, να νιώσουμε την ευωδιά του βρεγμένου χώματος. Τα βλέπουμε στην τηλεόραση.
Δεν ξέραμε τι άλλο να κάνουμε, στο σπίτι δεν χωρούσαμε, η μάνα μας μάς έδιωχνε για να συγυρίσει, τρέχαμε με τα ποδήλατα και τρώγαμε κεράσια χωρίς να τα κοιτάμε και μετά αρρωσταίναμε με διάρροια για μέρες. Η τηλεόραση είναι το παράθυρο μας στον κόσμο. Δεν πιστεύουμε πλέον στο στοιχειό, στο φάντασμα και στο παντοδύναμο καθεστώς που μας δηλητηρίαζε την ψυχή. Έχουμε το δικαίωμα να ακούμε και να βλέπουμε ότι ΕΜΕΙΣ θέλουμε.
Αγοράζαμε ένα παντελόνι και το είχαμε για δύο χρόνια. Τώρα το έχουμε δύο μήνες και μετά παίρνουμε άλλο.
Είχαμε παντελόνια με μπαλώματα, πετσιά στα γόνατα, που τελικά γινόντουσαν κοντοπαντέλονα καθώς ψηλώναμε. Η μάνα μας επέμενε να μας ντύνει σαν να βγήκαμε βόλτα στο βικτωριανό Λονδίνο.
Τα περιοδικά έπαιρναν συνέντευξη από ανθρώπους σα το Σεφέρη. Παίρνουν από τη Βανδή…
Υπήρχαν μόνο δύο τρία περιοδικά, τελείως κατευθυνόμενα. Ο Ρίτσος είχε αποκλειστεί από παντού γιατί ήταν αντικαθεστωτικός (όπως φυσικά και πολλοί άλλοι, Θεοδωράκης κτλ). Στα βραβεία Νόμπελ αντί για τον παγκόσμιο Καζαντζάκη προτείναμε έναν γελοίο άγνωστο επειδή ήταν «δικός μας»…
Ξυπνάγαμε πρωί πρωί την Κυριακή για να πάμε στην εκκλησία. Δεν πάμε γιατί οι παπάδες γίνανε μεσίτες και επιχειρηματίες.
Πηγαίναμε στην εκκλησία με το ζόρι, γιατί ήταν υποχρεωτική, κάνοντας μας να την μισήσουμε. Κάναμε καζούρα και χαβαλέ μέχρι να τελειώσει Δεν πάμε στην εκκλησία γιατί μας θυμίζει εκείνα τα παιδικά χρόνια.
Μαζευόμασταν όλη η οικογένεια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι και αισθανόμασταν ενωμένοι και ευτυχισμένοι. Έχει ο καθένας το δικό του δωμάτιο και βρισκόμαστε μαζί στο τραπέζι κατά τύχη…
Δεν υπήρχαν και πολλά δωμάτια. Αναγκαστικά καθόμασταν στο τραπέζι περιμένοντας να τελειώσει το φαγητό για να μπορέσουμε να παίξουμε.
Οι τραγουδίστριες τραγουδούσαν με τη φωνή τους. Τραγουδούν με το κορμί τους…
Υπήρχαν και τότε χιλιάδες ατάλαντοι, γελοίοι γραφικοί. Τους πήρε μαζί της η λησμονιά και όπως είναι φυσικό «επέζησαν» αυτοί που ξεχώριζαν και τότε. Η Αρβανιτάκη, η Αλεξίου και πολλές άλλες θα επιζήσουν όταν θα ξεχαστούν οι εφήμερες της κάθε εποχής.
Ντοκουμέντο ήταν μια επιστημονική ανακάλυψη. Ντοκουμέντο είναι ένα ερασιτεχνικό βίντεο που δείχνει δύο οπαδούς ομάδων να ανοίγουν ο ένας το κεφάλι του άλλου.
Ντοκουμέντο ήταν αυτό που αποφάσιζε το καθεστώς ότι ήταν τέτοιο. Τα υπόλοιπα θαβόντουσαν κάτω από την αναγκαιότητα της προπαγάνδας. Σήμερα είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε τι θα δούμε και πως θα το χαρακτηρίσουμε.
Τα παιδιά έβλεπαν στην τηλεόραση κινούμενα σχέδια με τον Μίκυ Μάους, τον Σεραφίνο, τον Τιραμόλα. Βλέπουν τους Power Rangers και τους Monsters με όπλα και χειροβομβίδες να σκοτώνουν και να ξεκοιλιάζουν…τους κακούς.
Οι γονείς μας δεν είχαν ιδέα για το τι βλέπαμε, που και πότε. Στην γειτονιά μας έλεγαν φριχτές ιστορίες για την αλεπού με τα κόκκινα μάτια, το φάντασμα που παίρνει παιδιά, και την χήρα που διψάει για αίμα. Πράγματα που βλέπαμε όλη νύχτα στον ύπνο μας και κουκουλωνόμασταν κάτω από τις κουβέρτες. Σήμερα η τηλεόραση έχει επιλογές, έχει παιδικά κανάλια χωρίς βία, και σήματα πριν από κάθε εκπομπή. Εξαρτάται από τους γονείς αν θα αφήσουν το παιδί τους να παρακολουθήσει κάτι.
Νοιαζόμασταν για το γείτονα. Τσαντιζόμαστε αν αγοράσει καλύτερη τηλεόραση από εμάς.
Και τότε και σήμερα ο ανθρώπινος φθόνος παραμένει ο ίδιος. Για τον γείτονα νοιαζόμασταν αν και όταν είχαμε πάρε δώσε μαζί του, αν ήταν «δικός μας». Τους άγνωστους τους κοιτούσαμε με μισό μάτι, ήταν εισβολείς, παρείσακτοι. Τα καινούρια παιδιά στο σχολείο τα αντιμετωπίζαμε σαν λεπρούς.
Ζούσαμε με ένα μισθό. Ζούμε με τους μισθούς που ΘΑ πάρουμε.
Δεν υπήρχαν χρήματα, τα επιτόκια ήταν στα ύψη, καθιστώντας έτσι απαγορευτική την λήψη δανείου. Ο πληθωρισμός επί δεκαετίες ήταν πάνω από 20% εξανεμίζοντας την αγοραστική μας δύναμη. Η μιζέρια μας ανακυκλωνόταν.
Κάποτε περνάγαμε υπέροχα στο ταβερνάκι της γειτονιάς, με κρασάκι, τραγούδι και κουτσομπολιό. Μιζεριάζουμε σε ακριβά εστιατόρια…
Όταν μπορούσαμε να πάμε στην ταβέρνα, αναμασούσαμε τις ίδιες ιστορίες, αφού καινούρια ερεθίσματα δεν είχαμε. Συζητούσαμε και κουτσομπολεύαμε τους ίδιους ανθρώπους, συνήθως τους διαφορετικούς, τους αδύναμους, τους γραφικούς. Έτσι αισθανόμασταν και εμείς ανώτεροι…
Τα δανεικά τα έδινε ο αδελφός, ο φίλος… Μας δανείζουν οι τράπεζες.
Οι τοκογλύφοι γιγαντώθηκαν στην ελληνική επαρχία. Επειδή δεν είχαμε πρόσβαση στις τράπεζες, αφού ακόμη και για αυτό έπρεπε να είσαι του κόμματος, "δικός τους", αναγκαζόμασταν να δανειζόμαστε με υπέρογκα επιτόκια προσημειώνοντας περιουσίες που άλλαζαν χέρια εν μία νυκτί, με την σύμφωνη γνώμη των «αρχών του τόπου»…
Δουλεύαμε για να ζήσουμε. Ζούμε για να δουλεύουμε.
Δουλεύαμε και πεθαίναμε πάνω στην δουλειά. Η ιατρική παρακολούθηση ήταν ελλιπής έως ανύπαρκτη, η προληπτική ιατρική δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι πέθαιναν πολύ νωρίτερα από ότι πεθαίνουν σήμερα.
Δεν είχαμε φράγκο στην τσέπη, μα ήμασταν τόσο, μα τόσο αισιόδοξοι, ακόμη κι ευτυχισμένοι!
Η άγνοια γενικώς φέρνει ευφορία… όποιος δεν ήταν χαζοχαρούμενος, όλα αυτά που αναφέρω τα σκεφτόταν και τότε. Οι σκεπτόμενοι είναι αυτοί που ταρακούνησαν και εξακολουθούν να ταρακουνούν τον κόσμο μας. Είναι αυτοί που τον έφεραν εδώ που είναι σήμερα και εξακολουθούν να είναι ανικανοποίητοι. Είναι αυτοί που βρήκαν τόσες καινούριες θεραπείες όλα αυτά τα χρόνια, είναι αυτοί που καθημερινά τραβάνε αυτόν τον κόσμο λίγο παραπέρα…
Έχουμε τα πάντα και τρωγόμαστε με τα ρούχα μας…
Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν τρώγεται με τα ρούχα του. Αλίμονο σε αυτόν που μέσα στην αφασία του περιμένει υπομονετικά να έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Εκείνη την μέρα θα είναι η πρώτη μέρα της παρακμής, του εκφυλισμού και τελικά του χαμού του ανθρώπου.
Διάλεξε με ποιους θέλεις να είσαι…
Σχόλια